ἁβρόν

ἁβρόν
ἁβρός
graceful
masc acc sg
ἁβρός
graceful
neut nom/voc/acc sg
ἁβρός
graceful
masc/fem acc sg
ἁβρός
graceful
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αβρός — (abrus). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει θάμνους διακοσμητικούς, ιθαγενείς των θερμών χωρών. Τα φύλλα τους είναι πτεροειδή και τα σπέρματά τους ωοειδή. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα και μπορούν να ευδοκιμήσουν στα… …   Dictionary of Greek

  • επευφημώ — (AM ἐπευφημῶ, έω) μσν. νεοελλ. εκφράζω με ζητωκραυγές επιδοκιμασία ή αφοσίωση αρχ. μσν. 1. επιδοκιμάζω θορυβωδώς, δίνω τη συγκατάθεσή μου («ἔνθ ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ αἰδεῑσθαι θ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.) 2. εγκωμιάζω, εξυμνώ αρχ. 1. εύχομαι… …   Dictionary of Greek

  • σαύλος — αύλη, ον, Α 1. (για τρόπο βαδίσματος και συμπεριφοράς) επιτηδευμένος, θηλυπρεπής, προκλητικός, ο τρόπος με τον οποίο βάδιζαν οι εταίρες και οι βακχεύουσες 2. (για ίππο) αυτός που βαδίζει καμαρωτά («σαῡλος βαίνειν, ἵππος ὡς κορωνίδης», Σιμων.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”